ίουλος

ίουλος
I
(Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί. είναι μικρά, με περιάνθιο πολύ περιορισμένο και συνήθως πρασινωπό ή κιτρινωπό, ενώ ο κύριος άξονάς του είναι χαλαρός και συνήθως εκκρεμής. Ο ί. είναι ταξιανθία τυπικά ανεμόφιλη. Η γύρη που παράγεται από τα αρσενικά άνθη, συνήθως την άνοιξη, είναι άφθονη και μεταφέρεται με τον άνεμο.
Ιουλοφόρα, γενικά, ονομάζονται τα φυτά που παράγουν ι. Κοινά παραδείγματα τέτοιων φυτών αποτελούν η φουντουκιά, η λεύκα, η ιτιά, η καρυδιά, η καστανιά και η βελανιδιά.
II
(Ζωολ.). Γένος χερσαίων αρθροπόδων της ομοταξίας των μυριαπόδων ή διπλοπόδων, που περιλαμβάνει πολλά είδη με λεπτό και κυλινδρικό σώμα, το μήκος των οποίων δεν ξεπερνά τα 2 εκ. Βρίσκονται συνήθως σε θάμνους ή κάτω από πέτρες και πεσμένα κλαδιά δέντρων. Πρόκειται για νυκτόβια ζώα που αγαπούν την υγρασία και τρέφονται κυρίως με φυτά που βρίσκονται σε αποσύνθεση και λιγότερο με ζωντανά.
* * *
ο (Α ἴουλος)
1. οι πρώτες τρίχες που εμφανίζονται στο ανδρικό γένι, το χνούδι («στείχει δ' ἴουλος ἄρτι διὰ παρηΐδων», Αισχύλ.)
2. ζωολ. γένος μυριαπόδων τής οικογένειας ιουλίδες
3. (φυτ.) απλή ή σύνθετη βοτρυώδης ταξιανθία που παρουσιάζεται σε πολλά φυτά
αρχ.
1. δέμα από στάχια
2. ωδή προς τιμήν τής Δήμητρας
3. το αρσ. ουλώδες εξάνθισμα τών μονόοικων φυτών, κν. ψαλίδα
4. έντομο όμοιο με τη σκολόπενδρα ή τον πολύποδα, σαρανταποδαρούσα
5. το άνθος τής λεπτοκαρυάς ή το πράσινο χνουδωτό περικάλυμμα τού λεπτοκαρύου
6. είδος ψαριού, ιουλίς*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο τ. FiFολνος ή -Fολσος (πρβλ. ἴονθος < FıFονθος). Συνδέεται με τα οὖλος* «εριού-χος, πυκνός» και εἰλέω (Ι) «συστρέφω» (βλ. λ. είλω).
ΠΑΡ. ιουλίς αρχ. ιουλίζω, ιουλώ, ιουλώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ιουλοφόρος
αρχ.
ιουλόπεζος
μσν.
ιουλοφυῶ. (Β' συνθετικό) καλλίουλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἴουλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴουλος — down masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίουλος — ο 1. το πρώτο χνούδι στα μάγουλα των εφήβων. 2. είδος βοτρυοειδούς ταξιανθίας με μορφή τσαμπιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἰούλοις — Ἴουλος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰούλοις — ἴουλος down masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰούλου — Ἴουλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰούλου — ἴουλος down masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰούλους — Ἴουλος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰούλους — ἴουλος down masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰούλων — Ἴουλος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”